- πρηΰνω
- Αιων. τ. βλ. πραΰνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρηύνω — πρηΰνω , πραύνοος of gentle mind masc/fem/neut nom/voc/acc dual (ionic) πρηύ̱νω , πραύνω make soft aor subj act 1st sg (ionic) πρηύ̱νω , πραύνω make soft pres subj act 1st sg (ionic) πρηύ̱νω , πραύνω make soft pres ind act 1st sg (ionic) πρηύ̱νω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπρηΰνω — (Α) ιων. τ. τού καταπραΰνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πρηΰνω (ιων. τ. τού πραΰνω «καθησυχάζω»)] … Dictionary of Greek
πραΰνω — ΝΑ, πρααίνω Ν, ιων. τ. πρηΰνω Α [πράος / πραΰς] καταπραΰνω, κατευνάζω, μαλακώνω, χαλαρώνω, καθησυχάζω αρχ. 1. (σχετικά με ζώα) εξημερώνω 2. παθ. πραΰνομαι ησυχάζω, κοιμάμαι … Dictionary of Greek